- μουλτιφόνικς
- μουσ. δύο ή περισσότεροι φθόγγοι που ηχούν ταυτόχρονα σε ένα πνευστό όργανο.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ., πρβλ. αγγλ. multiphonics < multi- < λατ. multus «πολύς» + -phonics < φωνή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.